- τροπαιοφόρου
- τροπαιόφοροςbringing trophiesmasc/fem/neut gen sgτροπαιοφόροςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Ποτέμκιν — Θωρηκτό του ρωσικού στόλου της Μαύρης θάλασσας, του οποίου το πλήρωμα (730 άνδρες) στασίασε στην επανάσταση του 1905 07. Το 1905, η Κεντρική Επιτροπή της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης του στόλου, άρχισε να προετοιμάζει ταυτόχρονη εξέγερση σε όλα… … Dictionary of Greek